Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Μνήσθητί τω!

Ξεπέζεψα το μαύρο της ψυχής μου
κι ατένισα απέραντη ερημιά
Μαχαίρι στην πληγή τα περασμένα
πικρά - γλυκά κι ίσως αγαπημένα
Πώς το ‘θελα να τα ‘σβηνα ένα – ένα
Μα όχι… ίσως καλύτερα με μονοκοντυλιά.

Ξεπέζεψα το μαύρο της ψυχής μου
Κι ατένισα το σύναστρο ουρανό
Στο βάθος ξεφτισμένη η ελπίδα
Ξυλάρμενη μέσα σε καταιγίδα
Γυμνή γυναίκα σε σανίδα
Λουσμένη πάνω ως κάτω στον αφρό

Κι εγώ της τύχης ναυαγός
Νομίζοντας πως θα σωθώ ο δόλιος
Ήρθ’ η στιγμή ν’ αναφωνήσω «Μνήσθητί τω!
Ο σώζων εαυτόν σωθήτω»


Εαρινή επίθεση 1941














Στραβό καρφί πάνω σε ξύλο
και ένα δάκρυ κύλησε απ’ το μάτι της βελόνας
Πώς πέρασε και τούτος ο χειμώνας!
Γιόκα μου ο πατέρας σου, Άρης και Ποσειδώνας.

Στα καταβάθια του νερού, στ’ άλογο του πολέμου
να κοιμηθώ, να ξενυχτώ με το ντουφέκι γιε μου
Τι να σου γράψω από δω, ίσως δε στα ‘πα όλα
Τώρα η στιγμή είναι μεγάλη
Τώρα μιλούν τα πολυβόλα







__________________________________________

Σάββατο 19 Μαΐου 2012

YORIK













Παλιό σκαρί, όνομα YORIK
στενάζει, τρίζει σα φυσά
κανείς δεν πρέπει να ρωτά
φορτίο και που πάει

Μικρό το μεροκάματο  
μικρός  κι’ ο θερμαστής
κι’ είναι το στόκολο θαρρείς
πνιγμένο στη φωτιά
                      
Θα πας και θα ‘ρθεις στα ρηχά 
να ξέρεις είναι φοβερά
καζάνια, κάρβουνο, φωτιά

                         




Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

ΛΕΓΕΩΝΑ


Μαύρο χαλί και κόμπος του SENE
και μυρουδιά της άγουρης μπανάνας
χαμώι πλίνθινο, κοντά στο TENERE
σκιά που χάνεται, αχνή πατημασιά
και πληρωμή γριάς πουτάνας

Και σε μπουρδέλο της Μαρσίγια KEPI BLANCE
της λεγεώνας βήμα και κοντάρι
στ’ Αλιτζεριού τον πόλεμο, στιλέτο και χωσιά
στης Κάζμπα τα στενά και στις ταράτσες αλυχτά
ο θάνατος το δειλινό ή την αυγή για να σε πάρει

                                                    







ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Άλλη μια νύχτα ξάσπρισε
το γκρίζο σου κεφάλι
θολώσανε τα μάτια σου
της νοσταλγίας οι σκέψεις

Ξανάκουσες το βήμα της  
σα να ‘ρχονταν και πάλι
οι μνήμες σκόρπιες γύρω σου
ποιά να πρωτομαζέψεις
                     
Άλλη μια σπίθα φώτισε    
τη μαύρη σου καρδιά
έσκυψες και προσκύνησες
τα χνάρια της στο χώμα

Αιώνας θαρρείς πέρασε  
από κείνη τη βραδιά
μα ολόκληρή σου η ύπαρξη
τηνε ζητά ακόμα
                  
Χάθηκε, δεν το πίστεψες
ούτε θα το πιστέψεις
Πάλλεται η κρύα κάμαρη   
από τη θύμηση της

Γελά και παίζει πλάι σου  
Σ’ απεγνωσμένες σκέψεις
σε σέρνει η λύπη σου μακριά
και χάνεσαι μαζί της
                  
                        



                         


ΣΤΗ ΝΤΑΙΖΗ






















Όταν θα φύγουν απ’ την ζωή σου οι Ερινύες
Κι’ όταν αρχίσεις να μετράς τη μοναξιά
τότε θα σκύψεις πάνω απ’ τη ψυχή σου
ν’ αναζητήσεις τη χαμένη ξαστεριά

Ίσως να φταίνε κείνοι οι γλάροι   
που στ’ όνειρο σου έρχονται συχνά
να σου θυμίζουν τα χαμένα καλοκαίρια
και κείνα τα ζεστά τα μεσημέρια
που θα σε κάψουνε ξανά
                                              
                                  





ΜΑΥΡΗ ΜΑΓΕΙΑ

Πήρα της θάλασσας τ’ αλάτι
και του βράχου το σταχτί
κι’ από πηλό, ανθρωπάκι έφτιαξα
που έμοιαζε σε σένα

Με δίκοπο το κάρφωνα, μια νύχτα μαγική
μπρος σε φωτιά που έκαιγε
και άχνιζε τ’ ακέφαλου
του κόκορα το αίμα
                      
Του χάρου το δρεπάνι εγώ ακόνισα
κι’ επάνω σου το γύρισα
μαύρη φοβέρα
                      
Όπως εγώ τ’ όριζα, έτσι πέθανες
λησμονημένη όπως τ’ άρμενα
από καιρό σε ξέρα
πνιγμένη από ναυάγιο σ’ ισπανική γαλέρα

                                             







ΝΑΥΑΓΙΟ

                             












Τη νύχτα που θα μπαίναμε στο BAY
είχα αρχίσει να σε σκέφτομαι νωρίς
Κι εγώ λογάριαζα πως μήνες δεκατρείς
ίσως να σ’ έβλεπα αυτό το καλοκαίρι

Πήραμε το δελτίο στις οκτώ   
Κατάσταση θαλάσσης, έξι
Έπεσε στα ψυγεία το "κενό"
Βλαστήμησα απόψε τον καιρό
μ' αύτη τη θύελλα, και που να πρωτοτρέξεις..
                      
Κι ίσως μετά από χρόνια να θυμάσαι 
εκείνο το ναυάγιο στο BAY
π’ άδικα καρτερούσαμε να έρθουν ρυμουλκά
Ο δεύτερος μηχανικός, χρονών τριάντα επτά
Βακόπουλος Δημήτριος, ποτέ δεν ανευρέθη
                                         
                                                 






ΘΥΜΗΣΕΣ

















Μες του πιοτού την παραζάλη
πέρασ’ απ’ το λιμάνι πάλι
τις θύμησες να ξαναβρώ εκείνες
νύχτα στους τροπικούς, στις Φιλιππίνες

Σημαία ήσουν σκισμένη στο κατάρτι
το σφύριγμα τ’ ατμού στη μηχανή
βάρδια στο στόκολο νομίζω βραδινή
βαρέλια με βενζίνα
για τον κόλπο του Τονκίνου, στο αμπάρι

Τρίξιμο από καδένες και σχοινιά
τα βήματα βαριά
στο τέρμα της ζωής με φέρανε αγάλι-αγάλι
αχ να ‘ταν το ταξίδι το στερνό, μπάρκο και πάλι
                      
                                                         






ΑΦΙΕΡΩΜΑ


 









Σου ‘δωσα ανάσα απ’ την ανάσα μου
να μην ξοδιάσεις τη δικιά σου
Έκλεισα το πηγάδι με τ’ αμίλητο νερό
για να μην πιεις και χάσεις τη μιλιά σου

Πονώ και κλαίω, για σένανε
μήπως το δάκρυ τα ματάκια σου θολώσει
και γιόμισα τις χούφτες μου με λιόφωτο
να το ‘χεις να σου φέγγει σα θαμπώσει